- παλαντζάρω
- παλαντσάρω αμετ.1) балансировать; колебаться; 2) перен. быть флюгером, быть колеблющимся (о человеке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παλαντζάρω — παλαντζάρω, παλαντζάρισα βλ. πίν. 55 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
παλαντζάρω — βλ. μπαλαντζάρω … Dictionary of Greek
(μ)παλαντζάρω — (μ)παλαντζάρισα, κουνιέμαι σαν την μπαλάντζα, είμαι ασταθής ή ασυνεπής: Αποφεύγω να συνεργάζομαι μαζί του γιατί μπαλαντζάρει συνέχεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)